helplessness$34385$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

helplessness$34385$ - translation to ελληνικό

BEHAVIOR
Experimental neurosis; Helplessness, learned; Learned helplessness theory; Learned hopelessness; Conditioned defeat; Conditioned Defeat; Learned Helplessness; Limiting belief

helplessness      
n. ανικανότης, ανικανότητα, αδεξιότης, αδεξιότητα

Ορισμός

learned helplessness
¦ noun Psychiatry a condition characterized by a sense of powerlessness, arising from a traumatic event or persistent failure to succeed.

Βικιπαίδεια

Learned helplessness

Learned helplessness is the behavior exhibited by a subject after enduring repeated aversive stimuli beyond their control. It was initially thought to be caused by the subject's acceptance of their powerlessness, by way of their discontinuing attempts to escape or avoid the aversive stimulus, even when such alternatives are unambiguously presented. Upon exhibiting such behavior, the subject was said to have acquired learned helplessness.

In humans, learned helplessness is related to the concept of self-efficacy; the individual's belief in their innate ability to achieve goals. Learned helplessness theory is the view that clinical depression and related mental illnesses may result from a real or perceived absence of control over the outcome of a situation.